ἐμπραύνειν

ἐμπραύνειν
ἐμπρᾱύ̱νειν , ἐν-πραύνω
make soft
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμπραΰνω — ἐμπραΰνω (Α) καταπραΰνω, μαλακώνω κάτι μέσα σε άλλο, τό κάνω υποφερτό λειαίνοντάς το («ἔστι δὲ καὶ τοὺς σκληρούς χαλινοὺς ἐμπραΰνειν καταλειοῡντα», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”